χορταστικός

χορταστικός
-ή, -ό / χορταστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χορτάζω]
αυτός που επιφέρει χορτασμό, κορεστικός
νεοελλ.
1. άφθονος («χορταστικό παγωτό»)
2. απολαυστικός («χορταστικό θέαμα»).
επίρρ...
χορταστικά Ν
κατά τρόπο χορταστικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χορταστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί χορτασμό. 2. άφθονος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορταστικώτερα — χορταστικός good for feeding neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων …   Dictionary of Greek

  • καπανικός — καπανικός, ή, όν (Α) (αμφβλ. ερμ.) τεράστιος ή χορταστικός («τὰ Θετταλικὰ [ενν. δεῑπνα] μὲν πολὺ καπανικώτερα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Απαντά μόνο στον συγκριτ. βαθμό καπανικώτερα και προέρχεται από τη λ. καπάνη] …   Dictionary of Greek

  • κορεστικός — ή, ό (Α κορεστικός, ή, όν) [κορέννυμι] αυτός που μπορεί να προκαλέσει κορεσμό, χορταστικός. επίρρ... κορεστικώς (Α κορεστικῶς) χορταστικά, άφθονα …   Dictionary of Greek

  • πλησμονώδης — ῶδες, Α [πλησμονή] αυτός που επιφέρει πλησμονή, χορταστικός. επίρρ... πλησμονωδῶς Α κατά τρόπο πλησμονώδη, χορταστικά …   Dictionary of Greek

  • λουκούλλειος — α, ο (για γεύμα), πολύ πλούσιος, χορταστικός: Οι Ρωμαίοι οργάνωναν λουκούλλεια γεύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”